- ιμάτιο
- Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα, από τον λαιμό έως τον αστράγαλο ή το έριχναν πάνω στα γόνατα και το συγκρατούσαν με τα χέρια από τα άκρα. Το χειμερινό ι. λεγόταν χλαίνηχλαίνα και κατασκευαζόταν συνήθως από μαλλί. To καλοκαιρινό ι. ήταν κατασκευασμένο από λινό ύφασμα και άλλα νήματα. To ι. διαδόθηκε και στη Ρώμη, κυρίως στις ανώτερες τάξεις.
* * *το (ΑΜ ἱμάτιον, Μ και ἱμάτιν και ἱμάτι)ένδυμα, ρούχομσν.ρούχο που φοριέται κατάσαρκααρχ.1. εξωτερικό ένδυμα που φοριόταν πάνω από τον χιτώνα2. (στους Ρωμαίους) η τήβεννος3. ύφασμα που καλύπτει ή διακοσμεί κάποιον ή κάτι, σκέπασμα4. φρ. («ἐν ἱματίοις» — με τα καθημερινά ενδύματα, χωρίς οπλισμό, εν καιρώ ειρήνης).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. εἷμα* (αντί εἱμάτιον), που προήλθε με τροπή τού ει σε ι λόγω αφομοιώσεως προς το ι τής κατάλ. -ιον (πρβλ. βυβλίον > βιβλίον). Τύποι εἱμάτιον / ἡμάτιον μαρτυρούνται αντιστοίχως στην Ιωνική και στη Δωρική. Η λ. εχρησιμοποιείτο συχνά στον πληθ. ἱμάτια.ΠΑΡ. αρχ. ιματεύομαι, ιματιδάριον, ιματίδιον, ιματίζωμσν.ιματάκιν, ιματίτσιν.ΣΥΝΘ. ιματιοθήκη, ιματιοπράτης, ιματιοπώληςαρχ.ιματηγός, ιματιοκάπηλος, ιματιοκλέπτης, ιματιομίσθης, ιματιομισθωτής, ιματιοποιΐα, ιματιοπλύτης, ιματιουργός, ιματιοφόριον, ιματιοφορίς, ιματοκλέπτης(αρχ. -μσν.) ιματιοφύλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.